προύνικος

προύνικος
ὁ, Α
βλ. προύνεικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προύνεικος — ὁ, ΜΑ, και προύνικος και προυνικός, Α 1. αυτός που έναντι αμοιβής μεταφέρει στο σπίτι τα όσα αγοράστηκαν στην αγορά 2. (ως ύβρις) ποταπός, ουτιδανός («τοὺς θορυβώδεις πάντας καὶ προυνίκους ὑποστέλλειν αὐτοῡ τῇ παρόδῳ», Διογ. Λαέρ.) 3. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • οίσυλος — οἴσυλος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «προϊοῡλος, προύνικος», αυτός που μεταφέρει τα ψώνια από την αγορά στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴσω + επίθημα υλος (πρβλ. φάγ υλος)] …   Dictionary of Greek

  • προυνικία — ἡ, Α 1. λαγνεία 2. ασελγής, ακόρεστη διαγωγή 3. ακολασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προύνικος, άλλος τ. τού προύνεικος] …   Dictionary of Greek

  • προυνικεύω — Α (στους Γνωστικούς) ασελγώ, διακορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προύνικος, άλλος τ. τού προύνεικος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”